ἀκ-όνη
1όνη — ὄνη, ἡ (Α) θηλυκός όνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὄνος, με αλλαγή γένους] …
2-ονη — (Α ονη) κατάληξη που αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τών θηλ. σε νη (πρβλ. τα αρσ. σε < ΙΕ επίθημα * nο , βλ. και λ. ινος), από θ. σε ο (πρβλ. αυ ο νή < αύος, ηδ ο νή < ήδομαι). Η κατάλ. ονη απαντά συνήθως σε παροξύτονη μορφή σε θηλ …
3ονή — (I) η δορά, δέρμα όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + επίθημα έη / ή, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ ή)]. (II) ὀνή, ἡ (Α) [ονίνημι] ωφέλεια, βοήθεια …
4-όνη — χημ. επίθημα που χρησιμοποιείται στην ονοματολογία τών χημικών ενώσεων και δηλώνει μία κετόνη (πρβλ. οιστρόνη, ακετόνη, πεντανόνη) …
5ὀνᾶς — ὀνή help fem gen sg (doric aeolic) …
6ὀνῶν — ὀνή help fem gen pl …
7ονίνημι — (ΑΜ ὀνίνημι, Α μέσ. τ. και ὀνοῡμαι, έομαι) ωφελώ, βοηθώ, ευεργετώ κάποιον αρχ. 1. προκαλώ χαρά και ευχαρίστηση σε κάποιον 2. (η ευκτ. αορ. για διαμαρτυρία ή για ευχή) (ιδίως το β πρόσ.) ὄναιο να χαίρεσαι, να χαρείς 3. (η μτχ. εν. αρσ. μέσ. αορ. β …
8παιγμονή — παιγμονή, ἡ (Μ) εμπαιγμός, σκώμμα, πείραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖγμα + επίθημα ονή (πρβλ. πημ ονή, φλεγμ ονή)] …
9περόνη — Μακρύ οστό του κάτω άκρου που μετέχει στην ποδοκνημική άρθρωση· αρθρούται στο επάνω μέρος με το άνω άκρο της κνήμης, ενώ στο κάτω μέρος συνδέεται με την κνήμη με τη μεσόστεα μεμβράνη και με ισχυρούς συνδέσμους. Το κάτω άκρο της σχηματίζει το έξω… …
10σφενδόνη — η, ΝΜΑ και σφεντόνα Ν, και δωρ. τ. σφενδόνα Α 1. εκηβόλο όπλο που εκτοξεύει λίθινα ή μεταλλικά βλήματα σφαιροειδούς μορφής και αποτελείται από κεντρικό εύκαμπτο τεμάχιο, προσαρμοσμένο σε δύο ιμάντες 2. η οπή ή το κοίλωμα τού δαχτυλιδιού όπου… …