1ακόρετος — ἀκόρετος, ον (Α) ο ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στην τραγωδία, για λόγους μετρικούς] …
Dictionary of Greek
2ἀκόρετος — ἀκόρεστος insatiate masc/fem nom sg (attic) ἀκόρετος masc/fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)