ἀκόρεστος
1ἀκόρεστος — insatiate masc/fem nom sg (attic) …
2ακόρεστος — Ο αχόρταγος, ο άπληστος, (αρχ.) αυτός που δεν προκαλεί κορεσμό, ο ακατάπαυστος. α. ατμός (Φυσ.). Ατμός που σε ορισμένη θερμοκρασία δεν περιέχει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα της ουσίας στην αέρια φάση. Ο ατμός αυτός υπακούει, κατά προσέγγιση, στους… …
3ακόρεστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε χορταίνει, αχόρταγος: Εκείνη την ημέρα είχε μια ακόρεστη πείνα. 2. άπληστος: Πάντα τον χαρακτήριζε ακόρεστη φιλοχρηματία. 3. (χημ.), «ακόρεστες ενώσεις», οργανικές ενώσεις με διπλούς ή τριπλούς δεσμούς μεταξύ των… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀκορεστότερον — ἀκόρεστος insatiate adverbial comp (attic) ἀκόρεστος insatiate masc acc comp sg (attic) ἀκόρεστος insatiate neut nom/voc/acc comp sg (attic) …
5ἀκορέστερον — ἀκόρεστος insatiate adverbial comp ἀκόρεστος insatiate masc acc comp sg ἀκόρεστος insatiate neut nom/voc/acc comp sg ἀκορής adverbial comp ἀκορής masc acc comp sg ἀκορής neut nom/voc/acc comp sg …
6αμυλένιο — Ακόρεστος υδρογονάνθρακας, του τύπου C5H1O που ανήκει στη σειρά των αλκενίων. Παρασκευάζεται με αφυδάτωση της αμυλικής αλκοόλης με θειικό οξύ ή με χλωριούχο ψευδάργυρο. Είναι σώμα υγρό, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και στην αλκοόλη,… …
7ἀκορεῖς — ἀκόρεστος insatiate masc/fem acc pl ἀκόρεστος insatiate masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἀκορής masc/fem acc pl ἀκορής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
8ἀκορέστως — ἀκόρεστος insatiate adverbial (attic) ἀκόρεστος insatiate masc/fem acc pl (attic doric) …
9ἀκόρεστον — ἀκόρεστος insatiate masc/fem acc sg (attic) ἀκόρεστος insatiate neut nom/voc/acc sg (attic) …
10ακετυλένιο — Ακόρεστος υδρογονάνθρακας με εμπειρικό τύπο C2H2, το πρώτο και σπουδαιότερο μέλος της σειράς των υδρογονανθράκων με έναν τριπλό δεσμό (αλκίνια) ή ακετυλενικών υδρογονανθράκων. Λέγεται και αιθίνιο. Βλ. λ. ασετιλίνη. * * * το ή ασετυλίνη, η Χημ.… …