ἀκόρεστος

  • 61προπυλένιο — το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστος, αιθυλενικός υδρογονάνθρακας που ανήκει στην ομόλογη σειρά τών αλκενίων ή ολεφινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propylene < propyl (< prop < propionic acid, βλ. λ. προπιονικός + yl) +… …

    Dictionary of Greek

  • 62σουβερένιο — το, Ν χημ. άκυκλος ακόρεστος υδρογονάνθρακας, που προκύπτει με την αφυδάτωση τής σουβερόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. suberene < λατ. suber «φελλός» + κατάλ. ene τής χημ. ορολογίας] …

    Dictionary of Greek

  • 63στιλβένιο — το, Ν χημ. 1. ακόρεστος και αρωματικός υδρογονάνθρακας που χρησιμοποιείται για την παρασκευή χρωστικών υλών, αλλ. τολουυλένιο ή 1, 2 διφαινυλαιθυλένιο 2. φρ. «χρώματα τού στιλβενίου» τάξη χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 64στυρόλιο — το, Ν χημ. οργανική ένωση, ακόρεστος υδρογονάνθρακας, γνωστός και ως βινυλοβενζόλιο ή φαινυλαιθυλένιο, αλλ. στυρένιο …

    Dictionary of Greek

  • 65φουλβένιο — το, Ν χημ. 1. μονοκυκλική οργανική ένωση, ακόρεστος υδρογονάνθρακας ζωηρού κίτρινου χρώματος, ισομερής με το βενζόλιο 2. στον πληθ. τα φουλβένια συνοπτική ονομασία παραγώγων τής παραπάνω ένωσης, τα οποία προκύπτουν από την αντικατάσταση ενός ή… …

    Dictionary of Greek

  • 66ασετιλίνη — Αέριο με χαρακτηριστικά δυσάρεστη οσμή, που παράγεται όταν στο κοινό ανθρακασβέστιο επιδράσει νερό. Η αντίδραση είναιπολύ ζωηρή ακόμα και στη συνηθισμένη θερμοκρασία. Η α. είναι εύφλεκτη και εκρηκτική και δίνει μια φλόγα πλούσια σε καπνό. Παρά τα …

    Dictionary of Greek

  • 67διαιθυλεστέρες — Εστέρες οργανικών και ανόργανων πολυδύναμων οξέων, όπου δύο όξινα υδροξύλια έχουν αποκατασταθεί από αιθύλιο (C2H5 ). Είναι ενώσεις με διάφορες χρήσεις στην αρωματοποιία, στην οργανική σύνθεση κ.α. ανθρακικός (CH3CH2)2CO3. Εστέρας του ανθρακικού… …

    Dictionary of Greek

  • 68ԱՆՅԱԳ — (ի, ից կամ աց.) NBH 1 0205 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 11c, 12c, 14c ἁκόρεστος, ἅπληστος insatiabilis, inexplebilis, avidus Որ ոչ յագի, կամ ոչ գիտէ յագուրդ առնուլ ʼի կերակրոց, ʼի հեշտալեաց, եւյինչ եւ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 69αχόρταστος — αχόρταστος, η, ο και αχόρταγος, η, ο και ανεχόρταγος, η, ο επίρρ. α 1. ακόρεστος, φαγάς: Αχόρταγος καθώς ήταν, έφαγε το περισσότερο απ τ αρνί. 2. πλεονέχτης, άπληστος: Ζητούσε, ο αχόρταστος, να του πάρει το χτήμα για ένα κομμάτι ψωμί …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)