ἀκόρεστος
51λάσθη — λάσθη, ἡ (Α) χλευασμός, κοροϊδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *las «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τ. όπως λιλαίομαι, λάσται, λατ. lascinus «αστείος, παιχνιδιάρης», αρχ. ινδ. lasati «επιθυμεί». Ο τ.… …
52λάσται — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πόρναι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρ. *las «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τους τ. λιλαίομαι*, λάσθη] …
53λαίμαργος — η, ο (AM λαίμαργος, ον, Μ θηλ. και η) αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.) …
54λυπτά — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἑταίρα, πόρνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. lubdha «άπληστος, ακόρεστος» και λατ. lubet «μου αρέσει, επιθυμώ». Κατ άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, η αρχική μορφή τού τ. ήταν λύππα, μεταφορά… …
55μίσητος — μίσητος, ήτη, ον (Α) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ακόλαστος, λάγνος, που έχει έντονες σεξουαλικές επιθυμίες 2. (γενικά) άπληστος, ακόρεστος, αχόρταγος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισήτη η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισητός < μισῶ, με… …
56μολοβρός — μολοβρός, ὁ (Α) 1. (για επαίτη) αυτός που σπεύδει προς τη βορά, ακόρεστος στην τροφή, γαστρίμαργος, λαίμαργος 2. ως επίθ. μολοβρός, ή, όν αυτός που μόλις αυξάνεται, χαμηλός, ταπεινός («μολοβρὴ ῥίζα» ή «μολοβρὴ κεφαλή» η ρίζα, ή κεφαλή φυτού που… …
57μυρκένιο — το χημ. ακόρεστος μονοτερπενικός υδρογονάνθρακας που απαντά σε διάφορα φυσικά αιθέρια έλαια, όπως λ.χ. τού φυτού λιππία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myrcene < myrcia (βλ. λ. μυρκία)] …
58νεαλής — νεαλής, ές (Α) 1. αυτός που έχει συλληφθεί πρόσφατα 2. (για πρόσ. και ζώα) αυτός που έχει νεανική δύναμη, ακμαίος, σφριγηλός 3. αυτός που είναι νεαρός στην ηλικία 4. αυτός που είναι άπειρος σε κάτι, αρχάριος 5. (για ψάρια) νωπός, φρέσκος 6. αυτός …
59πιπερυλένιο — το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστος υδρογονάνθρακας με δύο διπλούς δεσμούς, που παράγεται κατά τη διάσπαση και απαμίνωση τής πιπεριδίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. ὁρου, πρβλ. αγγλ. piperylene < piperidine (βλ. λ. πιπεριδίνη) +… …
60προπίνιο — το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστος ακετυλενικός υδρογονάνθρακας, γνωστός και ως αλλυλένιο ή μεθυλακετυλένιο …