ἀκόρεστος

  • 31άατος — ἄατος και συνηρ. ἆτος, ον (Α) ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἄ σα τος < α στερητ. + απαρέμφατο αόρ. ἆσαι < *ἄω (= χορταίνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 32άναλτος — (I) ἄναλτος, ον (Α) αυτός που δεν γεμίζει με κάτι, άπληστος, ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + ΙΕ ρ. *al + επίθημα τος. Πρόκειται για μεμονωμένους σχηματισμούς τής ΙΕ ρίζας *al «αναπτύσσομαι, τρέφομαι», που εξαφανίστηκε στα Ελλην. (διατηρήθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 33άπαυστος — ἄπαυστος, ον (AM) 1. αδιάκοπος, συνεχής, ακατάπαυστος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, ακόρεστος 3. αυτός που δεν απαλλάσσεται, δεν γλυτώνει από κάτι («ἄπαυστος γόων») …

    Dictionary of Greek

  • 34άπληστος — η, ο (AM ἄπληστος, ον) [πίμπλημι] ακόρεστος, αχόρταγος, πλεονέκτης …

    Dictionary of Greek

  • 35ακορής — ἀκορής, ὲς (Α) ο ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κορὴς < κόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 36ακορεστία — ἀκορεστία, η (Μ) [ἀκόρεστος] έλλειψη κορεσμού, απληστία …

    Dictionary of Greek

  • 37ακορεσταίνω — ἀκορεσταίνω (Μ) [ἀκόρεστος] «ἀκόρεστα πράττω» (Φώτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 38ακόρετος — ἀκόρετος, ον (Α) ο ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στην τραγωδία, για λόγους μετρικούς] …

    Dictionary of Greek

  • 39ακόρητος — (I) ἀκόρητος, ον (Α) [κορέννυμι] 1. ο ακόρεστος «Ἄρης ἀκόρητος αὐτῆς» (Ησίοδος) 2. ασκούπιστος, ακαλλώπιστος. (II) ἀκόρητος, ον (Α) [κόρις] αυτός που δεν τόν ενόχλησαν οι κοριοί …

    Dictionary of Greek

  • 40αλθαίνω — ἀλθαίνω (Α) θεραπεύω, γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. τού ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι τού μέλλοντα πρέπει… …

    Dictionary of Greek