ἀκέρατος
1ακέρατος — ακέρατος, η, ο και άκερος, η, ο (για ζώα), αυτός που δεν έχει κέρατα· (για έντομα), αυτός που δεν έχει κεραίες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἀκέρατος — without horns masc/fem nom sg …
3ακέρατος — η, ο (Α ἀκέρατος, ον) [κέρας] 1. αυτός που δεν έχει κέρατα (για ζώα) ή δεν έχει κεραίες (για έντομα) …
4ἀκεράτοις — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut dat pl …
5ἀκεράτου — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut gen sg …
6ἀκεράτους — ἀκέρατος without horns masc/fem acc pl …
7ἀκεράτων — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut gen pl …
8ἀκέρατα — ἀκέρατος without horns neut nom/voc/acc pl …
9ἀκέρατοι — ἀκέρατος without horns masc/fem nom/voc pl …
10ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… …
- 1
- 2