ἀκόλαστοι ς
1ἀκόλαστοι — ἀκόλαστος undisciplined masc/fem nom/voc pl …
2σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… …
3(s)lēg- : (s)lǝg- and (s)leg- — (s)lēg : (s)lǝg and (s)leg English meaning: weak, feeble Deutsche Übersetzung: ‘schlaff, matt sein” (from “loslassen”), from ‘schlaff” about “weichlich” also “wollũstig” Note: nasal. (s)leng (= leng ‘swing, waver”?) Material …