ἀκυβέρνητος
1ἀκυβέρνητος — without steersman masc/fem nom sg …
2ακυβέρνητος — η, ο (Α ἀκυβέρνητος, ov) 1. (για πλοία, λέμβους κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο 2. (για πόλεις, κράτη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καλή διακυβέρνηση, διοίκηση 2. αυτός που δεν μπορεί να …
3ακυβέρνητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κυβερνήτη ή ο κυβερνήτης του δεν είναι καλός: Σπίτι ακυβέρνητο προκοπή δε βλέπει. 2. αυτός που δεν μπορεί να κυβερνηθεί ή κυβερνιέται δύσκολα: Για δυο μέρες το πλοίο πάλευε με τα κύματα ακυβέρνητο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀκυβέρνητον — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem acc sg ἀκυβέρνητος without steersman neut nom/voc/acc sg …
5ἀκυβερνήτου — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem/neut gen sg …
6ἀκυβερνήτους — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem acc pl …
7ἀκυβερνήτων — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem/neut gen pl …
8ἀκυβερνήτῳ — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem/neut dat sg …
9ἀκυβέρνητα — ἀκυβέρνητος without steersman neut nom/voc/acc pl …
10ἀκυβέρνητοι — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem nom/voc pl …
- 1
- 2