ἀκρόνυχον

  • 1ἀκρόνυχον — ἀκρόνυχος at nightfall masc/fem acc sg ἀκρόνυχος at nightfall neut nom/voc/acc sg ἀκρώνυχος with nails masc/fem acc sg ἀκρώνυχος with nails neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ακρόνυχος — ἀκρόνυχος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην αρχή τής νύκτας, στο σούρουπο 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρόνυχον όταν πέφτει η νύχτα, στο δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νυχος < νὺξ (πρβλ. ἀκρόνυκτος, ἀκρονύκτιος). ΠΑΡ. μσν.… …

    Dictionary of Greek