ἀκροχορδῶνες

  • 1ἀκροχορδῶνες — ἀκροχορδών fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… …

    Dictionary of Greek

  • 3θηλωματοϊοί — Οικογένεια ιών που προκαλούν ακροχορδώνες. Η έκθεση μιας γυναίκας σε ορισμένα είδη ιών που προκαλούν κονδυλώματα πιστεύεται ότι αυξάνει τον βαθμό κινδύνου για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας …

    Dictionary of Greek

  • 4κερατολυτικά — Φάρμακα που προκαλούν απολέπιση και μαλάκωμα του εξωτερικού στρώματος του δέρματος. Χρησιμοποιούνται για θεραπεία διαταραχών του δέρματος και του κρανίου, όπως ακροχορδώνες και πιτυρίδα …

    Dictionary of Greek