ἀκρουρανία
1ακρουρανία — ἀκρουρανία, η (Α) η άκρη τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + οὐρανός] …
2ἀκρουρανίας — ἀκρουρανίᾱς , ἀκρουρανία heaven s citadel fem acc pl ἀκρουρανίᾱς , ἀκρουρανία heaven s citadel fem gen sg (attic doric aeolic) …
1ακρουρανία — ἀκρουρανία, η (Α) η άκρη τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + οὐρανός] …
2ἀκρουρανίας — ἀκρουρανίᾱς , ἀκρουρανία heaven s citadel fem acc pl ἀκρουρανίᾱς , ἀκρουρανία heaven s citadel fem gen sg (attic doric aeolic) …