ἀκροποδητί
1ἀκροποδητί — on tiptoe indeclform (adverb) …
2ακροποδητί — (Α ἀκροποδητὶ και ιτί) στις μύτες, στα νύχια τών ποδιών, αθόρυβα, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πούς] …
3άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …
4ακροποδιτί — ἀκροποδιτὶ επίρρ. (Α) βλ. ακροποδητί …
5ακροπουδίς — ἀκροπουδὶς επίρρ. (Α) ακροποδητί* …
6εμβαίνω — (AM ἐμβαίνω) μπαίνω, προχωρώ μέσα, εισέρχομαι αρχ. 1. εμποδίζω, παρεμβαίνω 2. προχωρώ γρήγορα 3. επιβιβάζομαι σε πλοίο 4. ανεβαίνω πάνω σε κάτι 5. πατώ πάνω σε κάτι 6. επηρεάζω δυσμενώς («δαίμων ἐνέβη Περσῶν γενεᾷ», Αισχ.) 7. πατώ ακροποδητί 8.… …
7μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …
8νύχι — το 1. κεράτινη πλάκα ωοειδούς σχήματος που φύεται στη ραχιαία επιφάνεια τού άκρου τών δακτύλων τών ανθρώπων και μεγάλου αριθμού σπονδυλοζώων, όνυχας 2. η οπλή τών οπληφόρων ζώων 3. φρ. α) «(περ)πατάει στα νύχια» βαδίζει ακροποδητί β) «στέκω στα… …
9ἀκροποδιτί — ἀκροποδῑτί , ἀκροποδητί on tiptoe indeclform (adverb) …