ἀκραέι
1ακραεί — ἀκραεὶ επίρρ. [ἀκραὴς] (Α) (για ταξίδια) με δροσερή αύρα, με αίθριο καιρό …
2ἀκραεῖ — ἀκρᾱεῖ , ἀκραής blowing strongly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκρᾱεῖ , ἀκραής blowing strongly masc/fem/neut dat sg …
3ἀκραέι — ἀκρᾱέϊ , ἀκραής blowing strongly dat sg (epic) …
4ακραής — ἀκραής, ὲς (Α) (για ανέμους) αυτός που πνέει με δύναμη, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ἄημι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκραεί] …