ἀκραής
1ακραής — ἀκραής, ὲς (Α) (για ανέμους) αυτός που πνέει με δύναμη, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ἄημι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκραεί] …
2ἀκραής — ἀκρᾱής , ἀκραής blowing strongly masc/fem nom sg …
3ἀκραῆ — ἀκρᾱῆ , ἀκραής blowing strongly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρᾱῆ , ἀκραής blowing strongly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκρᾱῆ , ἀκραής blowing strongly masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4ἀκραεῖ — ἀκρᾱεῖ , ἀκραής blowing strongly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκρᾱεῖ , ἀκραής blowing strongly masc/fem/neut dat sg …
5ἀκραέα — ἀκρᾱέα , ἀκραής blowing strongly neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀκρᾱέα , ἀκραής blowing strongly masc/fem acc sg (epic ionic) …
6ακραεί — ἀκραεὶ επίρρ. [ἀκραὴς] (Α) (για ταξίδια) με δροσερή αύρα, με αίθριο καιρό …
7βαρυαής — βαρυαής, ές (Α) 1. φρ. «βαρυαής ὕπνος» ύπνος με βαρύ φύσημα 2. αυτός που αναδίδει δυνατή οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αής < άημι «πνέω δυνατά, φυσώ» (πρβλ. ακραής, αλιαής κ.ά.)] …
8ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… …
9ἀκραέι — ἀκρᾱέϊ , ἀκραής blowing strongly dat sg (epic) …
10ἀκραέος — ἀκρᾱέος , ἀκραής blowing strongly masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …
- 1
- 2