ἀκράτισμα
1ακράτισμα — το (Α ἀκράτισμα) [ἀκρατίζω ή ομαι] πρόγευμα …
2ἀκράτισμα — ἀκρά̱τισμα , ἀκράτισμα a breakfast neut nom/voc/acc sg …
3άριστον — ἄριστον, το (AM) το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα») αρχ. το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. *αιερι δ τον < (τοπικό) *άρι (συνηρημένος τ. του *αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη… …
4ακρατίζω — ἀκρατίζω (Α) 1. πίνω άκρατο, ανέρωτο κρασί 2. ( ω, ομαι) προγευματίζω (επειδή συνήθως το πρόγευμα ήταν ψωμί βουτηγμένο σε κρασί) 3. προσφέρω πρόγευμα σε κάποιον 4. δίνω πνευματική τροφή ομαι γεύομαι, παίρνω πνευματική τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος …
5πρόπομα — και πρόπωμα, τὸ, Α [προπίνω] 1. ποτό που πίνεται πριν από το φαγητό ως ορεκτικό 2. ακράτισμα, πρόγευμα 3. ποτό που πίνεται ως αντίδοτο σε δηλητήριο …
6ἀκρατίσματι — ἀκρᾱτίσματι , ἀκράτισμα a breakfast neut dat sg …
7ἀκρατίσματος — ἀκρᾱτίσματος , ἀκράτισμα a breakfast neut gen sg …