ἀκοῆς ἡ
81ακουστότητα — η (φυσ.), η ιδιότητα του ήχου να διεγείρει το αισθητήριο της ακοής: Όταν ο ήχος δε γίνεται ακουστός από ένα σε καλή κατάσταση αυτί, λέμε ότι δεν υπάρχει ακουστότητα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82ακοόμετρο — το όργανο για τη μέτρηση της οξύτητας της ακοής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83ακούω — άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος 1. ως αμτβ., έχω την αίσθηση της ακοής: Τελευταία δεν ακούω και τόσο καλά. 2. ως μτβ., καταλαβαίνω κάτι με την ακοή: Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών… (Σολωμός). 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Άκουσα ότι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)