ἀκοῆς ἡ
51πήρωση — η / πήρωσις, εως, ΝΜΑ [πηρώ] 1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ. β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.) 2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν»,… …
52παρακουσία — η ιατρ. αλλοίωση τής ακοής που εκδηλώνεται με εσφαλμένη αντίληψη τής χροιάς και τής έντασης τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paracusia < παρ(α) * + ακούω] …
53παραφωνή — ἡ, Α απήχηση, η εντύπωση τής φωνής στο αισθητήριο τής ακοής …
54παρεγκεφαλίδα — (Ανατ.). Τμήμα του εγκεφάλου, που βρίσκεται στον οπίσθιο κρανιακό βόθρο, κάτω από τον ινιακό λοβό, από τον οποίο χωρίζεται με μια ινώδη διαφραγματική μεμβράνη ημισεληνοειδούς σχήματος, ονομαζόμενη σκηνίδιο. Μορφολογικά διακρίνεται σε μια κεντρική …
55παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …
56πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …
57πελλάγρα — Νόσος ενδημικού χαρακτήρα, που στο παρελθόν ήταν πολύ διαδεδομένη στον αγροτικό πληθυσμό, ιδίως σε περιοχές όπου οι κάτοικοι τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με τροφές ανεπαρκείς σε βιταμίνη ΡΡ. Υπεύθυνοι για τη νόσο είναι και παράγοντες που… …
58πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… …
59πρεσβακουστία — η, Ν μεταβολή τής ακοής κατά την οποία οι γέροντες ακούν καλύτερα τους μακρινούς ήχους από ό,τι τους πλησιέστερους και αντιλαμβάνονται την ψιθυριστή φωνή περισσότερο παρά την ισχυρή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. presbyacusia < πρέσβυς + …
60πρεσβυακοΐα — η, Ν ιατρ. σταδιακή εξασθένηση τής ακοής κατά το γήρας …