ἀκοντο-δόκος

  • 1θεοδόκος — θεοδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, ιο δόκος] …

    Dictionary of Greek

  • 2ιχθυδόκος — ἰχθυδόκος, ον (Α) αυτός που μέσα του τοποθετούν ψάρια («ἰχθυδόκος σπυρίς», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, ιο δόκος) …

    Dictionary of Greek

  • 3κρεηδόκος — κρεηδόκος, ον (Α) κρειοδόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη (βλ. κρε[ο] ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, θυο δόκος] …

    Dictionary of Greek

  • 4μηλοδόκος — μηλοδόκος, ον (Α) (για τον Απόλλωνα τών Δελφών) αυτός που δέχεται πρόβατα για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, ξενο δόκος] …

    Dictionary of Greek