ἀκοντιστήρ
1ακοντιστήρ — ἀκοντιστὴρ ( ῆρος), ο (Α) ο ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκοντιστής*] …
2ἀκοντιστῆρα — ἀκοντιστήρ darting masc acc sg ἀκοντιστής darter masc acc sg …
3ἀκοντιστῆρας — ἀκοντιστήρ darting masc acc pl ἀκοντιστής darter masc acc pl …
4ἀκοντιστῆρες — ἀκοντιστήρ darting masc nom/voc pl ἀκοντιστής darter masc nom/voc pl …
5ἀκοντιστῆρι — ἀκοντιστήρ darting masc dat sg ἀκοντιστής darter masc dat sg …
6ἀκοντιστῆρος — ἀκοντιστήρ darting masc gen sg ἀκοντιστής darter masc gen sg …