ἀκολουθία
1ἀκολουθία — ἀκολουθίᾱ , ἀκολουθία following fem nom/voc/acc dual ἀκολουθίᾱ , ἀκολουθία following fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη …
3ακολουθία — η 1. η λογική σειρά, η συντακτική συμφωνία στο λόγο: Στην πρόταση αυτή δεν υπάρχει ακολουθία, αλλά ανακολουθία. 2. το επακολούθημα, το συμπέρασμα: Αυτή είναι η λογική ακολουθία των πραγμάτων. 3. το σύνολο αυτών που ακολουθούν κάποιον (ιεραρχικά… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀκολουθίᾳ — ἀκολουθίαι , ἀκολουθία following fem nom/voc pl ἀκολουθίᾱͅ , ἀκολουθία following fem dat sg (attic doric aeolic) …
5Σπανού ακολουθία — Παρωδία κατά τον τύπο των εκκλησιαστικών ακολουθιών διάφορων μεσαιωνικών κειμένων. Ο πλήρης τίτλος του είναι: Ακολουθία του ανοσίου τραγογενή σπανού του ουρίου και εξουρίου, μηνί τω αυτώ εν έτει εφέτο. Γράφτηκε μεταξύ του 13ου και του 14ου αι.… …
6ἀκολουθίας — ἀκολουθίᾱς , ἀκολουθία following fem acc pl ἀκολουθίᾱς , ἀκολουθία following fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ἀκολουθίαι — ἀκολουθία following fem nom/voc pl ἀκολουθίᾱͅ , ἀκολουθία following fem dat sg (attic doric aeolic) …
8ἀκολουθίαν — ἀκολουθίᾱν , ἀκολουθία following fem acc sg (attic doric aeolic) …
9ἀκολουθιῶν — ἀκολουθία following fem gen pl …
10ἀκολουθίαις — ἀκολουθία following fem dat pl …