ἀκολάστημα
1ακολάστημα — ἀκολάστημα, το (Α) [ἀκολασταίνω] πράξη ακολασίας …
2ἀκολαστημάτων — ἀκολάστημα act of neut gen pl …
3ἀκολαστήματα — ἀκολάστημα act of neut nom/voc/acc pl …
4ακολασταίνω — ἀκολασταίνω (Α) είμαι ακόλαστος, ρέπω σε ακολασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόλαστος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκολάστημα] …
5ԱՆՏԱՆՋՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0243 Chronological Sequence: 6c գ. ἁκολασία, ἁκολάστημα intemperantia, incontinentia Հելլենաբանութեամբ՝ Չտանջելն զանձն. անարգելութիւն. անառակութիւն. անխառնութիւն. *Փոխեսցին միտք մեր յանխառնութենէ եւ յանտանջութենէ ʼի համբերութիւն եւ… …