ἀκμό-θε-τον

  • 1βουλυτός — βουλυτός, ο (Α) 1. η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα 2. (ως επίρρ.) βουλυτόνδε κατά το δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βουλῡτός (ενν. καιρός) (Αριστοφ., μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. < βους + λύω, μέσω ενός… …

    Dictionary of Greek