ἀκιδνός

  • 21ἀκιδνοτέρας — ἀκιδνοτέρᾱς , ἀκιδνός weak fem acc comp pl ἀκιδνοτέρᾱς , ἀκιδνός weak fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22ακιρός — ἀκιρός, όν (Α) ασθενικός, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ., βλ. και ἀκιδνός] …

    Dictionary of Greek

  • 23αλαπαδνός — ἀλαπαδνός, ή, όν (Α) αυτός που εξαντλείται που καταβάλλεται εύκολα, ασθενικός, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. ρ. ἀλαπάζω*, με ανάπτυξη τού προσφύματος –δ αναλογικά προς επίθετα, όπως ἀκιδνός «ασθενής, αδύνατος», σμερδνός «φοβερός, φρικτός», κεδνός «επιμελής… …

    Dictionary of Greek