ἀκεστίδες

  • 1ακεστίδες — ἀκεστίδες, αἱ (Α) μεγάλα σιδερένια ραβδιά (μπάρες) τών μεταλλουργών (Διοσκορ. 5, 74). [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τής λ. ἀκεστὶς ίδος, η οποία είναι θηλ. τού ον. ἀκεστής*] …

    Dictionary of Greek

  • 2ἀκεστίδες — bars fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ακεστής — ἀκεστὴς, ο (θηλ. ἀκεστρίς*) (AM) 1. γιατρός, θεραπευτής (Λυκόφρων 1052, Ευστάθ. 1254, 2) 2. αυτός που μπαλώνει σκισμένα ρούχα «ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων» (Ξεν. Κυρ. Παιδ. 1, 6, 16). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστίδες] …

    Dictionary of Greek