ἀκειρεκόμης
1ακειρεκόμης — ἀκειρεκόμης και δωρ. ἀκειρεκόμας, ο (Α) ο ακερσεκόμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. ἀκερσεκόμης] …
2ἀκειρεκόμης — masc nom sg ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom sg …
3ἀκειρεκόμαι — ἀκειρεκόμης masc nom/voc pl ἀκειρεκόμᾱͅ , ἀκειρεκόμης masc dat sg (doric aeolic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom/voc pl ἀκειρεκόμᾱͅ , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (doric aeolic) …
4ἀκειρεκόμην — ἀκειρεκόμης masc acc sg (attic epic ionic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg (attic epic ionic) …
5ἀκειρεκόμου — ἀκειρεκόμης masc gen sg ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc gen sg …
6ἀκειρεκόμῃ — ἀκειρεκόμης masc dat sg (attic epic ionic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (attic epic ionic) …
7ἀκειρεκόμαν — ἀκειρεκόμᾱν , ἀκειρεκόμης masc acc sg (epic doric aeolic) ἀκειρεκόμης masc acc sg ἀκειρεκόμᾱν , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg (epic doric aeolic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg …
8ἀκειρεκόμας — ἀκειρεκόμᾱς , ἀκειρεκόμης masc acc pl ἀκειρεκόμᾱς , ἀκειρεκόμης masc nom sg (epic doric aeolic) ἀκειρεκόμᾱς , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc pl ἀκειρεκόμᾱς , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom sg (epic doric aeolic) …
9ακερσεκόμης — ἀκερσεκόμης, ο (Α) 1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία) «Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134) 2. νεανίας, νέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …