ἀκατονόμαστος
1ἀκατονόμαστος — nameless masc/fem nom sg …
2ακατονόμαστος — η, ο (Α ἀκατονόμαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τόν καλούμε με τ’ όνομά του 2. αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω τής απρέπειας ή τής αισχρότητας του «ακατονόμαστα όργια» μσν. εκείνος, τον οποίο δεν μπορούμε να… …
3ακατονόμαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κατονομάζεται, δε λέγεται με το όνομά του: Μένει ακόμη ακατονόμαστος ο υποκινητής των ασχημιών αυτών. 2. εκείνος που δεν πρέπει ή δε θέλει κανείς να αναφέρει, επαίσχυντος: Άρχισε να ξεστομίζει βρισιές ακατονόμαστες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀκατονομάστως — ἀκατονόμαστος nameless adverbial ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc pl (doric) …
5ἀκατονόμαστον — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc sg ἀκατονόμαστος nameless neut nom/voc/acc sg …
6ἀκατονομάστοις — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut dat pl …
7ἀκατονομάστου — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut gen sg …
8ἀκατονομάστους — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc pl …
9ἀκατονομάστων — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut gen pl …
10ἀκατονομάστῳ — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut dat sg …
- 1
- 2