ἀκαταμάχητος
1ἀκαταμάχητος — unconquerable masc/fem nom sg …
2ακαταμάχητος — η, ο (Α ἀκαταμάχητος, ον) [καταμάχομαι] εκείνος που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο αήττητος, ο ακατανίκητος «ἀκαταμάχητα ὅπλα» νεοελλ. αυτός που δεν αντικρούεται «ακαταμάχητα επιχειρήματα» …
3ακαταμάχητος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να καταπολεμηθεί, ακατανίκητος: Τις κατηγορίες εναντίον του απέκρουσε με επιχειρήματα ακαταμάχητα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀκαταμάχητον — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem acc sg ἀκαταμάχητος unconquerable neut nom/voc/acc sg …
5ἀκαταμαχήτοις — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem/neut dat pl …
6ἀκαταμαχήτου — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem/neut gen sg …
7ἀκαταμαχήτους — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem acc pl …
8ἀκαταμαχήτων — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem/neut gen pl …
9ἀκαταμαχήτῳ — ἀκαταμάχητος unconquerable masc/fem/neut dat sg …
10ἀκαταμάχητα — ἀκαταμάχητος unconquerable neut nom/voc/acc pl …