ἀκανθ-υλλίς

  • 1τετραπτερυλλίς — ίδος, ἡ, Α (για ένα είδος ακρίδας) αυτή που έχει τέσσερα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπτερος + επίθημα υλλίς (πρβλ. ἀκανθ υλλίς)] …

    Dictionary of Greek