ἀκανθοστεφής
1ακανθοστεφής — ές (Α ἀκανθοστεφής) στεφανωμένος με αγκάθια, αυτός που φοράει ακάνθινο στέφανο αρχ. (ψάρι) με αγκάθια στη ράχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + στεφὴς < στέφος «στεφάνι, στέμμα»] …
2ἀκανθοστεφῆ — ἀκανθοστεφής prickle backed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκανθοστεφής prickle backed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκανθοστεφής prickle backed masc/fem acc sg (attic epic doric) …
3άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …