ἀκαλός
1ακαλός — ἀκαλός, ή, ὸν (AM) ήσυχος, ειρηνικός, πράος (ποταμός) «ἀκαλὰ προρέων» (Ησίοδ. απ. 218) ήρεμο, αθόρυβο (ποτάμι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκὴ «ησυχία, γαλήνη, σιγαλιά» + αλὸς (πρβλ. ομαλός, απαλός)] …
2ἀκαλός — peaceful masc nom sg …
3ἀκαλά — ἀκαλός peaceful neut nom/voc/acc pl ἀκαλά̱ , ἀκαλός peaceful fem nom/voc/acc dual ἀκαλά̱ , ἀκαλός peaceful fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ἀκαλόν — ἀκαλός peaceful masc acc sg ἀκαλός peaceful neut nom/voc/acc sg …
5ἀκαλή — ἀκαλός peaceful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
6ἀκαλήν — ἀκαλός peaceful fem acc sg (attic epic ionic) …
7ἀκαλῶς — ἀκαλός peaceful adverbial …
8ήκαλος — ἤκαλος, ον (Α) ακαλός*, ήσυχος, ειρηνικός, πράος, ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού ακαλός*] …
9ήκα — ἦκα (Α) επίρρ. 1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ ἐπ ἀριστερά», Ομ. Ιλ.) 2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.) 3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.) 4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες… …
10ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …
- 1
- 2