ἀκαλήφη
1ἀκαλήφη — stinging nettle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ἀκαλήφῃ — ἀκαλήφη stinging nettle fem dat sg (attic epic ionic) …
3ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… …
4ακαλήφη — η η τσούχτρα (θαλάσσιο ζώο) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀκαληφῶν — ἀκαλήφη stinging nettle fem gen pl …
6ἀκαλῆφαι — ἀκαλήφη stinging nettle fem nom/voc pl …
7ἀκαλήφαις — ἀκαλήφη stinging nettle fem dat pl …
8ἀκαλήφην — ἀκαλήφη stinging nettle fem acc sg (attic epic ionic) …
9ἀκαλήφης — ἀκαλήφη stinging nettle fem gen sg (attic epic ionic) …
10ακαλύφη — η (Α ἀκαλύφη) η ακαλήφη. Βοτ. Ακαλύφη ή Ακαλύφα γένος φυτών τής οικογένειας τών Ευφορβιιδών που περιλαμβάνει 430 είδη, ιθαγενή τών τροπικών χωρών. Είναι θάμνοι και ποώδη ζιζάνια με φύλλα στίλβοντα και έμμισχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < acalypha, νεολατιν.… …