ἀκαλλιέρητος
1ακαλλιέρητος — ἀκαλλιέρητος, ον (Α) [καλλιερῶ] ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς «ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131) …
2ἀκαλλιέρητος — not accepted masc/fem nom sg …
3ἀκαλλιέρητον — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem acc sg ἀκαλλιέρητος not accepted neut nom/voc/acc sg …
4ἀκαλλιερήτους — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem acc pl …
5ἀκαλλιερήτων — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem/neut gen pl …
6ἀκαλλιέρητα — ἀκαλλιέρητος not accepted neut nom/voc/acc pl …