ἀκαλαρρείτης
1ακαλαρρείτης — ἀκαλαρρείτης, ο (Α) αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος «ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + ρείτης < ρεFε τας < ρέω πρβλ. και ἀκαλάρροος] …
2ἀκαλαρρείτης — soft flowing masc nom sg …
3ἀκαλαρρείτην — ἀκαλαρρείτης soft flowing masc acc sg (attic epic ionic) …
4ἀκαλαρρείτου — ἀκαλαρρείτης soft flowing masc gen sg …
5Amerias — (Greek: Ἀμερίας, 3rd century BC) was an ancient Macedonian lexicographer, known for his compilation of a Glossary entitled (Γλῶσσαι Glossai terms,words ). Αnother of his works was called Ῥιζοτομικός, Rhizotomikos (ῥίζα + τέμνειν rhiza + temnein,… …
6ακαλάρροος — ἀκαλάρροος, ον (Α) ο ακαλαρρείτης …
7βαθυρρείτης — βαθυρρείτης, ο (Α) (για τον Ωκεανό) αυτός που έχει βαθύ ρεύμα, που είναι βαθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ρείτης < ρεέτης < ρεFέτης < ρέω (πρβλ. ακαλαρρείτης)] …
8ἀκαλαρρείταο — ἀκαλαρρείτᾱο , ἀκαλαρρείτης soft flowing masc gen sg (epic doric) …