ἀκακίᾳ
1ἀκακία — ἀκακίᾱ , ἀκακία shittah tree fem nom/voc/acc dual ἀκακίᾱ , ἀκακία shittah tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀκακίᾳ — ἀκακίαι , ἀκακία shittah tree fem nom/voc pl ἀκακίᾱͅ , ἀκακία shittah tree fem dat sg (attic doric aeolic) …
3Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια …
4ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια …
5ακακία — η δέντρο ανθοφόρο διακοσμητικό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ἀκακίας — ἀκακίᾱς , ἀκακία shittah tree fem acc pl ἀκακίᾱς , ἀκακία shittah tree fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ἀκακίαι — ἀκακία shittah tree fem nom/voc pl ἀκακίᾱͅ , ἀκακία shittah tree fem dat sg (attic doric aeolic) …
8ἀκακίαν — ἀκακίᾱν , ἀκακία shittah tree fem acc sg (attic doric aeolic) …
9ἀκακιῶν — ἀκακία shittah tree fem gen pl …
10ἀκακίη — ἀκακία shittah tree fem nom/voc sg (epic ionic) …