ἀκαθαρσία
1ἀκαθαρσία — ἀκαθαρσίᾱ , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc/acc dual ἀκαθαρσίᾱ , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀκαθαρσίᾳ — ἀκαθαρσίαι , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc pl ἀκαθαρσίᾱͅ , ἀκαθαρσία uncleanness fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ακαθαρσία — η (Α ἀκαθαρσία) [ἀκάθαρτος] 1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά 2. λεκές, λέρα 3. τα έμμηνα* νεοελλ. κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανα αρχ. 1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα 2.… …
4ακαθαρσία — η βρομιά, ρυπαρότητα: Οι δρόμοι γέμισαν ακαθαρσίες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀκαθαρσίας — ἀκαθαρσίᾱς , ἀκαθαρσία uncleanness fem acc pl ἀκαθαρσίᾱς , ἀκαθαρσία uncleanness fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀκαθαρσίαι — ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc pl ἀκαθαρσίᾱͅ , ἀκαθαρσία uncleanness fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἀκαθαρσίαν — ἀκαθαρσίᾱν , ἀκαθαρσία uncleanness fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἀκαθαρσιῶν — ἀκαθαρσία uncleanness fem gen pl …
9ἀκαθαρσίαις — ἀκαθαρσία uncleanness fem dat pl …
10ἀκαθαρσίη — ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc sg (epic ionic) …