ἀκέστωρ
1Ἀκέστωρ — masc nom sg …
2ἀκέστωρ — healer masc nom sg …
3ακέστωρ — (5ος αι. π.Χ.). Έλληνας τραγικός ποιητής που διακωμωδείται από τον Αριστοφάνη. Έργα του δεν διασώθηκαν, ούτε σε αποσπάσματα. * * * ἀκέστωρ ( ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α) ο ακεστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία] …
4Ἀκεστόρων — Ἀκέστωρ masc gen pl …
5ἀκεστόρων — ἀκέστωρ healer masc gen pl …
6ἀκέστορ — ἀκέστωρ healer masc voc sg …
7Ἀκέστορα — Ἀκέστωρ masc acc sg …
8ἀκέστορα — ἀκέστωρ healer masc acc sg …
9Ἀκέστορας — Ἀκέστωρ masc acc pl …
10ἀκέστορας — ἀκέστωρ healer masc acc pl …
Страницы