ἀθῴων

  • 1ἀθῳῶν — ἀθῳόω to hold guiltless pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀθῳόω to hold guiltless pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀθῳόω to hold guiltless pres part act masc nom sg ἀθῳόω to hold guiltless pres inf act (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Ἀθῴων — Ἄθῳος fem gen pl Ἄθῳος masc/neut gen pl Ἀθῷος fem gen pl Ἀθῷος masc/neut gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ἀθῴων — ἀθῴ̱ων , ἀθῷος scot free masc/fem/neut gen pl ἀ̱θῴων , ἀθῳόω to hold guiltless imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱θῴων , ἀθῳόω to hold guiltless imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀθῳόω to hold guiltless imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4Ἀθώων — Ἄθῳος fem gen pl Ἄθῳος masc/neut gen pl Ἀθῶος masc gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 6Μπρουνελέσκι, Φιλίπο — (Filippo Brunelleschi, Φλωρεντία 1377 – 1446). Ιταλός αρχιτέκτονας που άνοιξε νέους δρόμους στην τέχνη και έγινε το σύμβολο της απαρχής της αναγεννησιακής εποχής. Ξεκίνησε ως χρυσοχόος και γλύπτης. Τα έργα του στους τομείς αυτούς δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 7неповиньныи — (111) пр. Невинный, невиновный: б҃ъ же ѥдинъ... всѧ вы... ѹстроить въ всѧко дѣло бл҃го. несъвратьны. непорочьны. неповиньны (ἀνεγκλήτους) ΚΕ XII, 20б; правило ст҃го васили˫а. ре(ч) нѹжею бывающа˫а тли неповиньны бывають. КН 1280, 515г; Преже… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 8Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения …

    Википедия

  • 9άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …

    Dictionary of Greek

  • 10αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …

    Dictionary of Greek