ἀθώπευτος
1ἀθώπευτος — unflattered masc/fem nom sg …
2αθώπευτος — η, ο (Α ἀθώπευτος, ον) [θωπεύω] αυτός που έχει μείνει χωρίς θωπείες, αχάιδευτος αρχ. 1. αυτός που δεν ακούει κολακευτικά λόγια, ακολάκευτος 2. αυτός που δεν κολακεύει, ο μη κολακευτικός, τραχύς, σκληρός, απότομος …
3αθώπευτος — η, ο επίρρ. α αχάιδευτος: Εκείνο το βράδυ φρόντισε να μην αφήσει κανέναν αθώπευτο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀθωπεύτως — ἀθώπευτος unflattered adverbial ἀθώπευτος unflattered masc/fem acc pl (doric) …
5ἀθώπευτον — ἀθώπευτος unflattered masc/fem acc sg ἀθώπευτος unflattered neut nom/voc/acc sg …
6ἀθωπεύτοις — ἀθώπευτος unflattered masc/fem/neut dat pl …
7ἀθωπεύτου — ἀθώπευτος unflattered masc/fem/neut gen sg …
8ἀθωπεύτους — ἀθώπευτος unflattered masc/fem acc pl …
9ἀθωπεύτῳ — ἀθώπευτος unflattered masc/fem/neut dat sg …
10ἀθώπευτ' — ἀθώπευτα , ἀθώπευτος unflattered neut nom/voc/acc pl ἀθώπευτε , ἀθώπευτος unflattered masc/fem voc sg …