1αθυρμάτιον — ἀθυρμάτιον, το (Α) [ἄθυρμα] μικρό άθυρμα, παιχνιδάκι …
Dictionary of Greek
2ἀθυρμάτιον — pet neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)