ἀθυμίαι
1ἀθυμίαι — ἀθῡμίαι , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc pl ἀθῡμίᾱͅ , ἀθυμία lack of spirit fem dat sg (attic doric aeolic) …
2неразоумиѥ — НЕРАЗОУМИ|Ѥ (92), ˫А с. 1.Неразумие, недомыслие, нерассудительность: Неразѹмиѥ же ѹбо ѥсть ѥже приходѧштѧмъ благостынѧмъ вѣчьныимъ даръмь бл҃гааго б҃а. ти не пожьдати трьпѣниѥмь и вѣрою. Изб 1076, 48 об.; Иже различьными грѣхы в неразумии ѧти… …
3κατεργαστικός — κατεργαστικός, ή, όν (Α) [κατεργάζομαι] 1. κατάλληλος ή ικανός να κατεργάζεται («κατεργαστικὴ δύναμις», Θεόφρ.) 2. καταστρεπτικός («αἱ ἀθυμίαι κατεργαστικαί», Ιπποκρ.) …