ἀθροότης
1αθροότης — ἀθροότης ( ότητος), η (Α) [ἀθρόος] ολότητα, σύνολο, πλήθος …
2ἀθροότητα — ἀθροότης a being massed together fem acc sg …
3ἀθροότητες — ἀθροότης a being massed together fem nom/voc pl …
4ἀθροότητι — ἀθροότης a being massed together fem dat sg …
5αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς …
6ἁθροότητος — ἀθροότητος , ἀθροότης a being massed together fem gen sg …