ἀθλο-νῑκης

  • 1πυραμούς — οῡντος, ὁ, Α 1. είδος πίτας από ψημένο σιτάρι και μέλι 2. (με ειδική σημ.) πίτα με σύσταση παρόμοια με την παραπάνω που προσφερόταν σε εκείνον ο οποίος παρέμενε άγρυπνος κατά τη διάρκεια παννυχίδας 3. άθλο νίκης, βραβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραμοῦς… …

    Dictionary of Greek

  • 2Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …

    Dictionary of Greek