ἀθλο-θέτης

  • 1κοσμοθέτης — κοσμοθέτης, ὁ (Α) ο κυβερνήτης τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. αθλο θέτης, νομο θέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 2κρεοθέτης — κρεοθέτης, ὁ (Α) κρεοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. αθλο θέτης, λογο θέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 3υμνοθέτης — ὁ, Α 1. λυρικός ποιητής, συνθέτης ύμνων 2. φρ. «στέφανος ὑμνοθέτης» στεφάνι ραψωδού (Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + θέτης (< τίθημι) πρβλ. ἀθλο θέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 4ιστοθετώ — έω ναυτ. τοποθετώ ιστό ή ιστούς στο πλοίο, κν. αρμπορίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + θετῶ (< θέτης), πρβλ. αθλο θετώ, ιστιο θετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …

    Dictionary of Greek

  • 5λιθοθεσία — λιθοθεσία, ἡ (Α) τοποθέτηση λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αθλο θεσία, ορο θεσία) …

    Dictionary of Greek