ἀθερίνα
1ἀθερίνα — ἀθερίνᾱ , ἀθερίνη smelt fem nom/voc/acc dual ἀθερίνᾱ , ἀθερίνη smelt fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2Αθερίνα — Βλ. λ. αθερινίδες. * * * η Ζωολ. γένος μικρών θαλάσσιων ψαριών τής οικογένειας Atherinidae τής τάξης τών Αθερινόμορφων*. Είναι επίσης γνωστά και με τα κοινά ονόματα αθερινός, αθερίνος, αθερίνη, αθυρνός, θερίνα, θερινός, σουβλί και σουβλίτης.… …
3αθερινιάζω — [αθερίνα] ρίχνω, χρησιμοποιώ την αθερίνα για δόλωμα …
4ἀθερίνας — ἀθερίνᾱς , ἀθερίνη smelt fem acc pl ἀθερίνᾱς , ἀθερίνη smelt fem gen sg (doric aeolic) …
5ἀθερίναι — ἀθερίνᾱͅ , ἀθερίνη smelt fem dat sg (doric aeolic) …
6Αθερινόμορφοι — οι Ζωολ. είναι τάξη Τελεόστεων Ιχθύων, που περιλαμβάνει 15 οικογένειες, τής θάλασσας και τού γλυκού νερού. Στην τάξη αυτή ανήκουν γνωστά ψάρια, όπως το χελιδονόψαρο (οικ. Exocoetidae), η ζαργάνα (οικ. Belonidae), η Αθερίνα (οικ. Atherinidae) και… …
7αθερίνη — η (Α ἀθερίνη, η και ἀθερῖνος, ο) βλ. αθερίνα …
8αθερινίστρα — η [αθερίνα] το αθερινιό …
9αθερινειό — το [αθερίνα] το αθερινιό …
10αθερινιά — η [αθερίνα] βλ. αθερινιό …
- 1
- 2