ἀθερίνας
1ἀθερίνας — ἀθερίνᾱς , ἀθερίνη smelt fem acc pl ἀθερίνᾱς , ἀθερίνη smelt fem gen sg (doric aeolic) …
2αθερινιό — το και ιά, η και ιός, ο [αθερίνα] λεπτό δίχτυ για το ψάρεμα τής αθερίνας και γενικά μικρών ψαριών, αθερινόδιχτο …
3αθερινόψυχος — η, ο κυριολ. αυτός που έχει ψυχή μικρή σαν τής αθερίνας, δηλ. μικρόψυχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθερίνα + ψυχή] …
4θερίνα — η ζωολ. κοινή ονομασία τής αθερίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αθερίνα] …
5μεμβράς — μεμβράς, άδος, ἡ (Α) είδος μικρής άφυας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. προέρχεται από τον τ. βεμβράς* «είδος άφυας, αθερίνας», με ανομοιωτική τροπή τού β σε μ ] …