ἀθεμίστιος
1αθεμίστιος — ἀθεμίστιος, ον (Α) [ἀθέμιστος] 1. άνομος, αθέμιτος, ασεβής 2. φρ. «ἀθεμίστια εἰδώς», ο έμπειρος, ο ειδικός στις παρανομίες …
2ἀθεμίστιος — lawless masc/fem nom sg …
3ἀθεμίστιον — ἀθεμίστιος lawless masc/fem acc sg ἀθεμίστιος lawless neut nom/voc/acc sg ἀ̱θεμίστιον , ἀθεμιστέω dolawlessdeeds imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱θεμίστιον , ἀθεμιστέω dolawlessdeeds imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀθεμιστέω… …
4ἀθεμίστια — ἀθεμίστιος lawless neut nom/voc/acc pl …
5θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …