ἀθανατοῖς

  • 1ἀθανατοῖς — ἀθανατόω make immortal pres opt act 2nd sg ἀθανατόω make immortal pres subj act 2nd sg ἀθανατόω make immortal pres ind act 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἀθανάτοις — ἀθάνατος undying masc/neut dat pl (epic) ἀθάνατος undying masc/fem/neut dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κἀθανάτοις — ἀθανάτοις , ἀθάνατος undying masc/neut dat pl (epic) ἀθανάτοις , ἀθάνατος undying masc/fem/neut dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4οαρίζω — ὀαρίζω (Α) (επικ. ρ. που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.) 1. συνομιλώ με οικειότητα ή ερωτικά, γλυκομιλώ ή ερωτοτροπώ («ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί», Ομ. Ιλ.) 2. συναναστρέφομαι με οικειότητα («βέλτερον ἥματα πάντα μετ ἀθανάτοις ὀαρίζειν» …

    Dictionary of Greek

  • 5ρέζω — (I) και δωρ. και βοιωτ. τ. ῥέδδω Α 1. πράττω, διαπράττω, κατορθώνω (α. «ὅσ ἄν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέζειε», Ομ. Οδ. β. «οὐδέν σε ῥέξω κακά», Ομ. Ιλ. γ. «ἡ πόλις ἡμᾱς οὐ καλῶς ἔρρεξε», Πλάτ.) 2. τελώ θυσία, θυσιάζω («ῥέζουσι ἑκατόμβας… …

    Dictionary of Greek

  • 6συνεξαμιλλώμαι — άομαι, Α ανταγωνίζομαι κάποιον («θνητὸν ἀθανάτοις... συνεξαμιλλᾱσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαμιλλῶμαι «αγωνίζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 7ώψ — ὠπός, ἡ και ὁ, Α 1. οφθαλμός, μάτι 2. πρόσωπο, όψη («ἀθανάτοις δὲ θεοῑς εἰς ὦπα ἐΐσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στην αιτ. ὦπα και σε σύνθεση στους επιρρμ. τ. εἰσῶπα, ἐνῶπα. Ανάγεται στην εκτεταμένη μορφή τής ΙΕ …

    Dictionary of Greek