ἀθήν-αζε

  • 1χαμάζε — Α επίρρ. (επικ. τ.) χαμάδις*, χαμαί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. ζε* κατά τα Ἀθήν ᾱζε, θύρ ᾱζε] …

    Dictionary of Greek