ἀθέρες
1αθερές — ἀθερές, το (Α) κατά τον Ησύχιο, «ἀνόητον, ἀνόσιον, ἀκριβές» …
2ἀθερές — ἀθερής reckless masc/fem voc sg ἀθερής reckless neut nom/voc/acc sg …
3ἀθέρες — ἀθήρ awn masc nom/voc pl …
4αγανιάζω — [άγανο] (για τα στάχια) βγάζω άγανα, αθέρες …
5αθέρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που… …
6αθερηίς — ἀθερηίς ( ίδος), η (Α) [αθήρ] αυτή που έχει αθέρες, αγκαθάκια …
7αθερώδης — ἀθερώδης, ες (Α) [ἀθήρ] αυτός που έχει αθέρες, ακίδες, όπως το στάχυ …
8αθηρηλοιγός — ἀθηρηλοιγός, ο (Α) αυτός που καταστρέφει τους αθέρες, τα γένια τού σταχυού, το λιχνιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + λοιγὸς (= καταστροφή, βλάβη, όλεθρος)] …